-
1 θεωρημα
- ατος τό1) зрелище, вид(λόγοι καὴ θεωρήματα Dem.)
2) представление3) видение, образ(θ. καὴ φάντασμα Arst.)
4) воззрение, взгляд, умозрение(περὴ ἀστρολογίαν, περὴ ψυχῆς Arst.)
5) положение, принцип, правило(περὴ τὰς παρεμβολάς Polyb.)
6) положение, теорема(μαθηματικὰ θεωρήματα Arst.)
7) область науки или искусства(πάντα τὰ θεωρήματα Polyb.)
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
αξίωμα — (Μαθημ.)Κάθε μαθηματική θεωρία κατασκευάζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο: αναχωρεί κανείς από ένα σύνολο αφηρημένων στοιχείων, τα οποία είναι υποχρεωμένα να ικανοποιούν ορισμένες ιδιότητες που ονομάζονται α. της θεωρίας και οι οποίες χαρακτηρίζουν… … Dictionary of Greek
θεώρημα — (Μαθημ.). Πρόταση του τύπου: αν ισχύει Α, τότε θα ισχύει Β. Το Α χαρακτηρίζεται ως υπόθεση και το Β ως συμπέρασμα του θ. Η μετάβαση από την υπόθεση στο συμπέρασμα γίνεται με την απόδειξη. Η απόδειξη στηρίζεται στην υπόθεση, σε άλλα (ενδεχομένως)… … Dictionary of Greek
Κάσελς, Τζον Γουίλιαμ Σκοτ — (John William Scott Cassels, Ντάραμ 1922 –). Άγγλος μαθηματικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου το 1943 και έπειτα από έξι χρόνια έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του από το Κολέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ και το 1950 έγινε λέκτορας στα… … Dictionary of Greek